Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα … Dictionary of Greek
ρίκνωση — η / ῥίκνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ῥικνῶ] το αποτέλεσμα τού ρικνώνω, ρυτίδωση, συστολή, ζάρωμα, ρίκνωμα … Dictionary of Greek